Η κεντρική θέση της έννοιας της κίνησης στην Αριστοτελική Φυσική (περί το 350 π.Χ.) ήταν: «Εφ’ όσων η Φύση είναι αρχή κινήσεως και μεταβολής, η δε έρευνά μας ασχολείται με την φύση, δεν πρέπει να αφήσουμε σκοτεινό το τι είναι κίνηση, διότι κατ’ ανάγκη όποιος την αγνοεί, αγνοεί και τη Φύση» (Μετάφραση από Αριστοτέλη Φυσικά Γ1).
Έτσι, ο Αριστοτέλης ξεκινά να κατηγοροποιεί την κίνηση σε τέσσερα είδη (τις τέσσερεις βασικές μεταβολές που μπορεί να υποστεί η ύλη):
(α) Γένεση και φθορά
(β) Κίνηση κατά ποσόν (αύξηση-ελάττωση)
(γ) Κίνηση κατά ποιόν (αλλοίωση)
(δ) Κίνηση κατά τόπον (Μηχανική Κίνηση)
Στο κέντρο του Αριστοτελικού Σύμπαντος, βρίσκεται η Γη με τα τέσσερα στρώματα των θεμελιωδών στοιχείων (Γη, Νερό, Αέρας, Φωτιά), η επικράτεια της οποίας τερματίζεται στη Σελήνη, και ακολουθεί η ουράνια περιοχί με διαδοχικές επάλληλες σφαίρες (Ερμής, Αφροδίτη, Ήλιος, Άρης, Δίας, Κρόνος). Οι εξώτερες σφαίρες, οι οποίες κινούν τις υπόλοιπες αποτελούν την «έδρα του πρώτου κινούντος». Όλη η «επικράτεια του ουρανού», δεν εξαρτάται από τη γίηνη περιοχή, και το μοναδικό συστατικό της είναι μια πέμπτη ουσία (πεμπτουσία), γνωστή ως αιθέρας.
Από όλες τις μορφές κίνησης, η ανάδειξη του προβλήματος της τοπικής κίνησης ως κεντρικού προβλήματος της Φυσικής Επιστήμης, είναι μια θεμελιώδης συμβολή του Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης δικαιώνεται και από τους ατομιστές (αν και διαφωνούσε μαζί τους), βασική θέση των οποίων ήταν ότι και τα άλλα είδη των «αριστοτελικών κινήσεων», δεν είναι παρά εκδηλώσεις της υποκείμενης τοπικής («κατά τόπον») κίνησης των ατόμων που συγκροτούν τα υλικά σώματα.
Ο Αριστοτέλης (Φυσικά Δ215α) διακρίνει τις κινήσεις σε φυσικές και βίαιες. Ο αριστοτελικός νόμος της βίαιας κίνησης, ορίζει ότι η ταχύτητα κίνησης είναι ανάλογη προς την κίνουσα δύναμη και αντιστρόφως ανάλογη προς την αντίσταση του μέσου εντός του οποίου κινείται το σώμα.
Ο Αριστοτέλης στηρίζει τον παραπάνω νόμο του στην κοινή εμπειρία, βάζοντας για παραδείγματα την αλογοάμαξα και τη βάρκα με κουπιά. Η «αχίλλειος πτέρνα» της αριστοτελικής αυτής θεωρίας είναι η κίνηση της πέτρας που φεύγει από το χέρι μας που συνεχίζει την κίνησή της, χωρίς να ασκείται μια προφανής δύναμη.
Ασυμβίβαστη, επίσης, με τον αριστοτελικό νόμο, ήταν και η ύπαρξη κενού, αφού η ταχύτητα απειριζόταν. Και επειδή κατά τον Αριστοτέλη «Η φύση απεχθάνεται το άπειρο», θα απεχθάνεται και το κενό, άρα και τα άτομα.
Αν όντως η Γη βρισκόταν σε κίνηση, όπως είχαν συχνά ισχυριστεί αρκετοί πριν από τον Αριστοτέλη, και κυρίως ο Αρίσταρχος ο Σάμιος, τότε σύμφνα με τον Πτολεμαίο (2ος αι. μΧ.), η Γη θα έφευγε μπροστά από κάθε πίπτον σώμα και όλα τα ζώα και τα χωριστά βάρη θα είχαν μείνει πίσω αιωρούμενα στον αέρα, ενώ η ίδια η Γη με την τεράστια ταχύτητά της, θα είχει φύγει έξω και από το ίδιο το σύμπαν. Άρα, ο Αριστοτελικός νόμος της κίνησης, είναι απολύτως ασυμβίβαστος με μια κινούμενη Γη.
Ο Αριστοτέλης, είναι ο πρώτος που έθεσε το θέμα της κίνησης ως κεντρικό πρόβλημα της φυσικής φιλοσοφίας. Και το διατύπωσε με την χαρακτηριστική του συστηματικότητα και διαύγεια σε αντίθεση με τους προγενέστερούς του. Ο αριστοτελικός νόμος της κίνησης στηρίζεται πολύ στην κοινή εμπειρία και στον κοινό νου για να συμπληρώσει τα κενά.
Ο αριστοτελικος νόμος της κίνησης αποτελεί την πρώτη περίπτωση στην ιστορία που ένας φυσικός νόμος διατυπώνεται με τόσο ακριβή τρόπο που επιτρέπει μέχρι και μια αυστηρή μαθηματική του διατύπωση. Είχε, επομένως, όλα τα χαρακτηριστικά ενός κατά Popper επιστημονικού νόμου. Μπορούσε να διαψευστεί! Και ακριβώς λόγω αυτού προσφερόταν για αντίλογο υψηλού επιπέδου, όπου και οι αντίπαλες απόψεις όφειλαν να διατυπωθούν ανάλογα.
Η θεωρία του Αριστοτέλη, λοιπόν, είναι μια «γενναία θεωρία», που δεν κρύβεται πίσω από βαθυστόχαστες φιλοσοφικές διατυπώσεις, αλλά είναι αρκετά σαφής και συγκεκριμένη ώστε να διαψευσθεί και να έχει άξιους αντιπάλους, προς τους οποίους πρότεινε και τρόπο, το ενδεχόμενο μιας κινούμενης Γης…
Για να δούμε τί είδε τώρα ο Γαλιλαίος 2000 χρόνια μετά… Στο βιβλίο του «Ο Αγγελιοφόρος των αμνών» αναφέρει ότι μέσα στη σκοτεινή περιοχή της σελήνης, διακρίνει φωτεινές κηλίδες, πράγμα που σημαίνει ότι οι ουρανοί δεν είναι τέλειοι, η σελήνη δεν είναι τέλεια σφαίρα. Αυτό για τους διδάκτορες της φιλοσοφίας ήταν αμαρτωλό, γι’ αυτό και στην απολογία του δηλώνει: «Επειδή όμως η Αγία Γραφή με διέταξε να εγκαταλείψω τελείως την ψεύτικη ιδέα που διατείνεται ότι ο Ήλιος είναι ακίνητος στο κέντρο, και επειδή μου απαγόρευσε να πιστεύω, να υπερασπίζομαι ή να διδάσκω αυτή την ψεύτικη θεωρία με οποιονδήποτε τρόπο (…) απαρνούμαι, αναθεματίζω και αποστρέφομαι όλες αυτές τις πλάνες και αιρέσεις και γενικά κάθε άλλη πλάνη και αίρεση που είναι αντίθετη στα λεγόμενα της Αγίας Εκκλησίας…», Βλέπουμε, λοιπό, ότι η εκκλησία έχοντας τα δικά της συμφέροντα υπέρ της γεωκεντρικής – ηλιοκεντρικής ιδέας του κόσμου, εναντιονόταν σε κάθε εξέλιξη της επιστήμης.
Το ζήτημα που τίθεται τώρα είναι: Αριστοτέλης ή Γαλιλαίος για την επιβεβαίωση της αρχής της αδράνειας κατά την άνοδο και πτώση σωμάτων σε μια κινούμενη Γη; Σύμφωνα με τη Γαλιλαική αρχή της αδράνειας, μια πέτρα ξαναπέφτει στο ίδιο σημείο από το οποίο είχε ριχθεί, παρότι η Γη κινείται, ενώ σύμφωνα με τον αριστοτελικό νόμο θα μείνει πίσω και θα χαθεί στο διάστημα. Είναι γνωσό, πλέον, τι διαλέγουμε από καθημερινή εμπειρία: η Γη δε φεύγει κάτω από τα πόδια μας όταν αναπηδάμε…
Κάπου εδώ έρχεται ο Νεύτωνας να «σκοτώσει» τους αριστοτελικούς νόμους και να εφαρμόσει τους τρεις Principia νόμους και το νόμο της Παγκόσμιας Έλξης, εξηγώντας τα όσα ο νόμος του Αριστοτέλη ήταν σε απόλυτη αδυναμία να εξηγήσει. Δηλαδή:
(α) Η γη δε φεύγει λόγω της αρχής της αδράνειας. Την ταχύτητα της Γης την έχουμε κι εμείς, ως «επιβάτες» της και δεν χρειάζεται να μας σπρώνει κάποιος για να τη διατηρήσουμε.
(β) Η νευτώνεια θεωρία δεν έχει πρόβλημα με το κενό, αφού τα άτομα, δεν έχουν κάποια δύναμη να ασκείται πάνω τους, μπορούν να κινούνται μέσα σε αυτό με σταθερή ταχύτητα.
Επομένως τα δύο βασικά «κολλήματα» στην αριστοτελική θεωρία, λύνονται απλά στο πλαίσιο της νέας πλέον θεωρίας, της νευτώνιας. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Isaac Newton, με αυτές τις αρχές αποδεικνύει τη δομή του κόσμου και υπολογίζει με ακρίβεια της ελλειπτικές, πλέον, τροχιές των πλανητών.
Στην πορεία της αναζήτησης της αλήθειας για την κίνηση, προέκυψε στη συνέχεια και ο Heisenberg με την Κβαντική Μηχανική. Το πρόβλημα που τίθεται τώρα είναι μήπως οι άνθρωποι πραγματικά έχουν ελεύθερη βούληση ή κατευθυνόμαστε κάπως από επιστημονικούς και μη παράγοντες, οι οποίοι δεν μας επιτρέπουν να σκεφτούμε ελεύθερα και να παράγουμε επιστημονικό και όχι μόνο έργο. Θα κατάφερναν οι πιο πάνω να διαψεύσουν παλιές θεωρίες αν δεν ήταν ελεύθεροι και «επαναστάτες»; Ή θα απολογούμαστε σαν τον Γαλιλαίο για κάθε νέα επαναστατική θεωρία; Ο Αριστοτέλης μας έδειξε ότι η βούληση δρα ως αυτόνομο αίτιο, χωρίς αυτή δεν προχωράμε, είναι θεμελιώδης νόμος! Σύμφωνα με τον Νεύτων όλες μας οι επιθυμίες και ενέργειες είναι το προδικασμένο αποτέλεσμα των αρχικών συνθηκών με βάση τις οποίες «ξεκίνησε» το σύμπαν. Κάτι ενδιάμεσο μας λέει ο Heisenberg στα πλαίσια της Κβαντικής Μηχανικής.
Είναι η Κβαντική Μηχανική η αλήθεια; Ή θα διαψευστεί κι αυτή όπως και οι άλλες; Μπορούν τα συμφέροντα των εκάστοτε επιστημονικών και μη ηγετών να αφήσουν απερίσπαστα το έργο των ελεύθερα σκεπτόμενων επαναστατών φυσικών; Αυτό το ερώτημα δεν είμαι σε θέση να το απαντήσω, ούτε πιστεύω πως υπάρχει κανένας που να μπορεί. Η εξέλιξη της Φυσικής προχωρά, όταν παύμουμε να επαναπαυόμαστε και να δεχόμαστε αξιώματα απλά. Εκτός από επαναστάτες φυσικούς χρειάζονται και οι κατάλληλες συνθήκες για να προχωρήσει η Φυσική και η κάθε επιστήμη. Ίσως τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν ο Γαλιλαίος είχε πιο ελύθερη βούληση ή αν ο Νεύτωνας δεν είχε τις κατάλληλες αντίθετα συνθήκες… Επομένως χρειάζεται εν μέρει τύχη και κατάλληλες ιστορικές και πολιτιστικοθρησκευτικές συνθήκες ώστε ο επιστημονικός «τσαμπουκάς» και υπομονή (τρανό παράδειγμα του Einstein), για να έχουμε εκ νέου επαναστατικές επιστημονικές θεωρίες που οδηγούν πιο κοντά στην αλήθεια, αν βέβαια δεν έχει ήδη βρεθεί…